πρεζάρισμα

πρεζάρισμα
-ατος, το, Ν [πρεζάρω]
η λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικής ουσίας με ρούφηγμα από τη μύτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρεζάρισμα — το, ατος λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”